Η διαμόρφωση του ελληνικού αγώνα στην ύπαιθρο και στις πόλεις και ο ρόλος του κλήρου
Στην ύπαιθρο οι συνθήκες διαβίωσης των ενόπλων σωμάτων ήταν αντίξοες. Εξοπλισμένοι με κάθε λογής ενδυμασία, ικανή να τους παρέχει προστασία από το κρύο και τη βροχή, μετακινούνταν συνεχώς κατά τη διάρκεια της νύχτας. Η καθημερινή τροφή ήταν πολυτέλεια, ενώ οι αρρώστιες, οι κακουχίες και η έλλειψη φαρμακευτικού υλικού αποτελούσαν τη σκληρή πραγματικότητα. Αυτή την κατάσταση αντιμετώπισε και ο Παύλος Μελάς, ο φλογερός πατριώτης που προσφέροντας τη ζωή του, αναδείχθηκε σε σύμβολο της ελληνικής αποφασιστικότητας για την απελευθέρωση της Μακεδονίας.
Στις πόλεις, κάτω από το βλέμμα των Οθωμανών, η ελληνοβουλγαρική σύγκρουση δεν μπορούσε παρά να είναι συνωμοτική. Η ελληνική αντεπίθεση στις βουλγαρικές πιέσεις επεκτάθηκε από την εκπαίδευση στη λειτουργία των χριστιανικών κοινοτήτων, στα εργατικά σωματεία, στις επαγγελματικές δραστηριότητες και στην ελληνική πρόνοια. Λειτούργησαν δίκτυα πληροφοριοδοτών και υποστηρικτών, με εμβέλεια σε όλες τις κοινωνικές τάξεις, όπως η οργάνωση «Άμυνα» στο Μοναστήρι και η «Οργάνωση Θεσσαλονίκης». Οι δραστηριότητες των δικτύων αυτών απλώθηκαν σε όλα τα επίπεδα και είδη της αντιπαράθεσης.
Σε πόλεις και σε χωριά ο κλήρος είχε σημαίνοντα ρόλο. Από τη στιγμή που η εθνική χειραφέτηση των Βουλγάρων εκδηλώθηκε με την ίδρυση και την απόσχιση από το Πατριαρχείο αυτόνομης εκκλησίας, της Εξαρχίας, η εμπλοκή του κλήρου στην ελληνοβουλγαρική διαμάχη ήταν αναπόφευκτη. Η αλλαγή εκκλησιαστικού στρατοπέδου δήλωνε αλλαγή εθνικών προτιμήσεων. Η αφοσίωση του κατώτερου κλήρου στον Πατριάρχη ήταν η πρώτη γραμμή άμυνας του Ελληνισμού. Η δεύτερη ήταν μια νέα γενιά μορφωμένων και δυναμικών μητροπολιτών, τους οποίους άρχισε να τοποθετεί το Πατριαρχείο στη Μακεδονία, όταν πια στις αρχές του 20ου αιώνα υποχρεώθηκε από τα πράγματα να υιοθετήσει δυναμική τακτική.